φλογῶν

φλογῶν
φλόξ
flame
fem gen pl
φλογόω
set on fire
pres part act masc voc sg (doric aeolic)
φλογόω
set on fire
pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic)
φλογόω
set on fire
pres part act masc nom sg
φλογόω
set on fire
pres inf act (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σύφλογο — το, Ν 1. συρροή φλογών, συνάντηση φλογών που προέρχονται από διάφορα σημεία 2. μτφ. οργή, έξαψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + φλόγα (πρβλ. σύ θαμπο)] …   Dictionary of Greek

  • φλογοβολή — η, Ν [φλογοβολώ] εκπομπή φλογών, φλογοβόλημα …   Dictionary of Greek

  • Άγκνι — Θεότητα της βεδικής θρησκείας (βλ. λ. Βέδες) προσωποποίηση μιας ιδιαίτερης μορφής της φωτιάς, που παρευρίσκεται κυρίως στις θυσίες, όπου ενώνει τον ορατό κόσμο των ανθρώπων με τον αόρατο κόσμο των θεών. Θεωρείται άλλοτε τέκνο των Ουράνιων Υδάτων… …   Dictionary of Greek

  • Ένγκλερ, Καρλ Όσβαλντ — (Carl Oswald Engler, Βάισβαϊλ 1842 – Καρλσρούη 1925). Γερμανός χημικός. Το 1876 διορίστηκε καθηγητής στο πολυτεχνείο της Καρλσρούης. Ταξίδεψε πολλές φορές στα Καρπάθια, στο Μπακού, στις ακτές της Ερυθράς θάλασσας, στην Αίγυπτο, στην Παλαιστίνη… …   Dictionary of Greek

  • λίθιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Li. Ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην υποομάδα των μετάλλων των αλκαλίων. Έχει ατομικό αριθμό 3, ατομική μάζα 6,941, δύο σταθερά ισότοπα (τα 6Li και 7Li) και δύο ραδιενεργά (τα 8Li… …   Dictionary of Greek

  • φλογοβόλημα — το, ατος εκπομπή φλογών, φλογοβολή, λαμπάδιασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”